μαλλωτόν

μαλλωτόν
μαλλωτός
fleecy
masc acc sg
μαλλωτός
fleecy
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαλλωτός — ή, ό (AM μαλλωτός, ή, όν, Μ και μαλλουτός, ή, όν) [μαλλός] γεμάτος τρίχες, τριχωτός, μαλλιαρός («μαλλωτοὶ χιτῶνες», Διον. Αλ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο μαλλωτός βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας τών ευφορβιιδών με 120… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”